Τι είναι η ANFA;
Τελευταία ενημέρωση: 13 Σεπτεμβρίου 2024 (δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 5 Φεβρουαρίου 2016)
Η ANFA (Agreement on Net Financial Assets) είναι μια συμφωνία για τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών (ΕθνΚΤ) της ζώνης του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), οι οποίες αποτελούν μαζί το Ευρωσύστημα. Η συμφωνία θεσπίζει κανόνες και όρια για τη διακράτηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που σχετίζονται με τα εθνικά καθήκοντα των ΕθνΚΤ. Αυτά τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ΕθνΚΤ περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τα διαθέσιμα που αντιστοιχούν στο κεφάλαιο και τα λογιστικά αποθεματικά τους ή άλλες ειδικές υποχρεώσεις, τα συναλλαγματικά διαθέσιμά τους και τα συνταξιοδοτικά ταμεία των υπαλλήλων τους ή περιουσιακά στοιχεία που διακρατούνται για γενικούς επενδυτικούς σκοπούς.
Η διακράτηση χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των λειτουργιών που ασκούν οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη και προηγείται της δημιουργίας του ευρώ. Όταν θεσπίστηκε η νομισματική ένωση, οι κυβερνήσεις έλαβαν την απόφαση να εκτελούν αλληλέγγυα μόνο τις λειτουργίες και τα καθήκοντα κεντρικής τράπεζας που ήταν απαραίτητα για την άσκηση ενιαίας νομισματικής πολιτικής για όλη τη ζώνη του ευρώ. Ταυτόχρονα, αποφάσισαν να διατηρήσουν τις ΕθνΚΤ ως ανεξάρτητα ιδρύματα που μπορούν να συνεχίσουν να εκτελούν εθνικά καθήκοντα, εφόσον αυτά τα καθήκοντα δεν παρεμποδίζουν την ενιαία νομισματική πολιτική.
Με άλλα λόγια, οι ΕθνΚΤ είναι οικονομικώς ανεξάρτητα ιδρύματα και ασκούν καθήκοντα νομισματικής πολιτικής που συνδέονται με τον πρωταρχικό ρόλο του Ευρωσυστήματος για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, καθώς και εθνικά καθήκοντα. Σκοπός της ANFA ήταν να τεθεί ένα γενικό όριο στο συνολικό καθαρό ποσό των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται με εθνικά καθήκοντα για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, κατά τρόπο ώστε να μην παρακωλύεται η νομισματική πολιτική.
Πώς λειτουργεί η ANFA;
Κάθε κεντρική τράπεζα διακρατεί περιουσιακά στοιχεία για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής. Στη ζώνη του ευρώ, η νομισματική πολιτική ασκείται κεντρικά από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ για όλες τις χώρες μέλη. Όταν ιδρύθηκε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι κυβερνήσεις όρισαν στη Συνθήκη ότι τα καθήκοντα που αφορούσαν τη νομισματική πολιτική θα ασκούνταν στο εξής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πέραν της νομισματικής πολιτικής, θα επιτρεπόταν – και επιτρέπεται – στις ΕθνΚΤ να ασκούν εθνικά καθήκοντα. Η εν λόγω αρχή ορίζεται στο άρθρο 14.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.
Στην πράξη, οι ΕθνΚΤ διακρατούν σήμερα περιουσιακά στοιχεία για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής ή της διενέργειας πράξεων συναλλάγματος του Ευρωσυστήματος, όπως:
- διαθέσιμα σε χρυσό ή σε ξένο νόμισμα·
- επενδυτικά χαρτοφυλάκια, π.χ. για τα συνταξιοδοτικά ταμεία των μελών του προσωπικού·
- περιουσιακά στοιχεία που διακρατούνται ως θέσεις με τις οποίες αντικρίζονται καταθέσεις πελατών, π.χ. εγχώριων κυβερνήσεων ή ξένων κεντρικών τραπεζών.
Ταυτόχρονα, οι ΕθνΚΤ διακρατούν επίσης στοιχεία παθητικού για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής στα οποία περιλαμβάνονται και οι προαναφερθείσες καταθέσεις εγχώριων κυβερνήσεων, ξένων κεντρικών τραπεζών ή θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Οι ΕθνΚΤ μπορούν να ασκούν αυτά τα εθνικά καθήκοντα εφόσον οι δραστηριότητές τους δεν παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), ιδίως τη νομισματική πολιτική. Αντίστοιχα, η ΕΚΤ τηρεί χαρτοφυλάκιο ιδίων διαθεσίμων που σχετίζεται με το κεφάλαιο και τα λογιστικά αποθεματικά της, καθώς και χαρτοφυλάκιο για το συνταξιοδοτικό ταμείο των μελών του προσωπικού.
Οι ΕθνΚΤ διακρατούσαν ήδη αυτά τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια πριν από την ένταξή τους στο Ευρωσύστημα. Τα έσοδα αυτών των χαρτοφυλακίων συνεισφέρουν στο εισόδημα των ΕθνΚΤ. Όταν δημιουργήθηκε η ζώνη του ευρώ, παρατηρήθηκε ότι αυτά τα χαρτοφυλάκια θα μπορούσαν να συμβάλουν στο να καλυφθεί η ζήτηση του τραπεζικού συστήματος της ζώνης του ευρώ για ρευστότητα, επομένως αυτά θα λαμβάνονταν υπόψη κατά την προσαρμογή των πράξεων νομισματικής πολιτικής. Από τη σκοπιά της νομισματικής πολιτικής, δεν θεωρήθηκε πρόβλημα το γεγονός ότι οι ΕθνΚΤ θα συνέχιζαν να διαχειρίζονται τα εν λόγω χαρτοφυλάκια, που δεν αφορούσαν τις πράξεις νομισματικής πολιτικής, και ότι αυτά θα επιτρεπόταν να αυξηθούν σε βάθος χρόνου με τον ίδιο (ή βραδύτερο) ρυθμό σε σχέση με τη ζήτηση τραπεζογραμματίων και τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά του τραπεζικού συστήματος. Το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε επίσης ότι αν τα χαρτοφυλάκια που διακρατούνται για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, χωρίς τα στοιχεία παθητικού για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, αυξάνονταν ταχύτερα από ό,τι η ζήτηση για ρευστότητα για παρατεταμένη χρονική περίοδο, αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη νομισματική πολιτική. Η ANFA θεσπίστηκε προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο η αύξηση αυτή και να θεσπιστεί ένα ανώτατο όριο.
Στην πλευρά του ενεργητικού και στην πλευρά του παθητικού του ισολογισμού μιας κεντρικής τράπεζας υπάρχουν θέσεις που δεν συνδέονται άμεσα με τη νομισματική πολιτική. Η διαφορά μεταξύ των θέσεων των δύο πλευρών είναι τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία. Αυτή η έννοια διευκρινίζεται παρακάτω με βάση την εβδομαδιαία λογιστική κατάσταση του Ευρωσυστήματος της 29ης Δεκεμβρίου 2023, όπως δημοσιεύθηκε στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ. Ακριβής ορισμός παρατίθεται στο παράρτημα Ι της ANFA.
Από τον πίνακα προκύπτει ότι τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν, στην πλευρά του ενεργητικού, το άθροισμα των στοιχείων της λογιστικής κατάστασης 1 έως 4, 5.6, 6, 7.2, 8 και 9 και, στην πλευρά του παθητικού, τα στοιχεία 2.5 και 3 έως 12. Τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία του Ευρωσυστήματος προκύπτουν αν το άθροισμα αυτών των στοιχείων παθητικού αφαιρεθεί από το άθροισμα των προαναφερθέντων στοιχείων ενεργητικού (δηλ. οι αντίστοιχες ενότητες που έχουν επισημανθεί παρακάτω με χρυσό χρώμα).
Στις 29 Δεκεμβρίου 2023, τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (ΧΠΣ) του Ευρωσυστήματος ανέρχονταν σε -28 δισεκ. ευρώ. Τα προηγούμενα έτη, αυτά τα περιουσιακά στοιχεία του Ευρωσυστήματος μειώνονταν συνεχώς, κυρίως λόγω του αυξανόμενου μεγέθους της πλευράς του παθητικού του ισολογισμού που υπεραντιστάθμισε τις σχετικές θετικές εξελίξεις στην πλευρά του ενεργητικού, όπως εξηγείται παραπάνω. Η τάση αυτή αντιστράφηκε το 2023, όταν τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία του Ευρωσυστήματος αυξήθηκαν στη διάρκεια του έτους, κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης της πλευράς του παθητικού. Αυτό οφειλόταν κυρίως στη μείωση των καταθέσεων για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, καθώς το Διοικητικό Συμβούλιο έχει επανειλημμένως προσαρμόσει τα επιτόκια των εν λόγω καταθέσεων τα τελευταία χρόνια, μεταξύ άλλων τον Σεπτέμβριο του 2022 και τον Φεβρουάριο του 2023.
Εξέλιξη των ΧΠΣ σε σχέση με τα τραπεζογραμμάτια και τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά (δισεκ. ευρώ)
Η ANFA θέτει όρια στην ποσότητα των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που μπορούν να διακρατούν οι ΕθνΚΤ. Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι μεταβολές της ρευστότητας που συνδέονται με τις κινήσεις των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων των ΕθνΚΤ δεν παρακωλύουν την αποτελεσματική εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής ήταν να διασφαλίζεται ότι οι τράπεζες προσέφευγαν στο Ευρωσύστημα για την παροχή ρευστότητας. Η υστέρηση ρευστότητας έναντι του Ευρωσυστήματος, η οποία αναφέρεται και ως «έλλειμμα ρευστότητας», ήταν η βάση για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Η ANFA προστάτευε αυτό το έλλειμμα ρευστότητας. Όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, ήταν αναγκαίο να χορηγηθεί στις τράπεζες περισσότερη ρευστότητα από ό,τι πραγματικά χρειάζονταν προκειμένου να συμμορφώνονται με την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Σήμερα, αντί να λειτουργεί με έλλειμμα ρευστότητας, το τραπεζικό σύστημα λειτουργεί με πλεονάζουσα ρευστότητα. Σε αυτό το περιβάλλον, η ANFA διασφαλίζει ότι η πλεονάζουσα ρευστότητα δεν υπερβαίνει το επίπεδο που το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ενδεδειγμένο για την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Όχι, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Η ANFA θέτει όριο στη μέγιστη ποσότητα των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να διακρατεί μια ΕθνΚΤ προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι μεταβολές των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής δεν παρακωλύουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωσυστήματος.
Η αυξανόμενη συνολική αξία των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία και το ύψος των ελάχιστων αποθεματικών που οι τράπεζες πρέπει να διακρατούν στην κεντρική τράπεζα δημιουργούν ανάγκη για ρευστότητα που ικανοποιείται μέσω των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων των ΕθνΚΤ. Με τον καθορισμό μιας ελάχιστης ποσότητας για τις πράξεις νομισματικής πολιτικής, κατ’ επέκταση καθορίζεται ένα ανώτατο όριο για τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ΕθνΚΤ.
Κάθε στοιχείο ενεργητικού που καταγράφεται στον ισολογισμό μιας κεντρικής τράπεζας δημιουργεί χρήμα ή ρευστότητα κεντρικής τράπεζας. Κάθε στοιχείο παθητικού που καταγράφεται στον ισολογισμό απορροφά ρευστότητα. Με τον συμψηφισμό όλων των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής εκτιμάται το σύνολο της ρευστότητας που χορηγείται μέσω των πράξεων κεντρικής τράπεζας για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής. Για την αποτελεσματική εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής πρέπει να ορίζεται ανώτατο όριο στη ρευστότητα που χορηγείται μέσω των πράξεων των ΕθνΚΤ για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής. Προκειμένου λοιπόν να ελέγχεται η επίδραση στη θέση ρευστότητας των πράξεων των ΕθνΚΤ, τίθενται όρια στα καθαρά και όχι στα ακαθάριστα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία.
Η προσαρμογή των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που δικαιούνται να διακρατούν οι ΕθνΚΤ διενεργείται τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια, αν και ειδικές προσαρμογές μπορούν να διενεργηθούν κατόπιν αιτήματος συμβαλλόμενου μέρους της συμφωνίας. Για κάθε προσαρμογή, το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τις απαραίτητες παραμέτρους νομισματικής πολιτικής για την επίτευξη της πλέον αποτελεσματικής εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής του. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει το επίπεδο ρευστότητας του Ευρωσυστήματος, καθορίζει τον συντελεστή ελάχιστων αποθεματικών καθώς και το μέγεθος των χαρτοφυλακίων οριστικών συναλλαγών για σκοπούς νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις στην ποσότητα των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία. Η μέγιστη ποσότητα των συνολικών καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Ευρωσυστήματος προκύπτει από όλους αυτούς τους προαναφερθέντες παράγοντες.
Μόλις καθοριστεί το συνολικό ανώτατο όριο των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, κατανέμεται σύμφωνα με το μερίδιο συμμετοχής κάθε ΕθνΚΤ στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, λαμβανομένης επίσης υπόψη της ιστορικής αρχικής θέσης κάθε ΕθνΚΤ, προκειμένου να προσδιοριστούν τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που οι ΕθνΚΤ δικαιούνται να διακρατούν για το επόμενο έτος. Αυτά τα ποσά διακράτησης ισχύουν μέχρι τρία χρόνια. Εάν μια ΕθνΚΤ δεν σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει ολόκληρο το ποσό που δικαιούται, η ANFA παρέχει τη δυνατότητα προσωρινής ανακατανομής του αχρησιμοποίητου μέρους σε άλλες ΕθνΚΤ που επιθυμούν να διακρατήσουν υψηλότερο ανώτατο όριο καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Το αχρησιμοποίητο μέρος θα ανακατανεμηθεί μέσω ενός κεντρικού μηχανισμού που ορίζεται στην ANFA. Με αυτήν την ανακατανομή καθορίζονται τα ανώτατα όρια των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων των ΕθνΚΤ. Τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ΕθνΚΤ πρέπει να παραμένουν σε χαμηλότερο επίπεδο από τα ανώτατα όριά τους σε ετήσια μέση βάση.
Οι απαλλαγές (waiver) μπορούν να επηρεάσουν την κατανομή της μέγιστης ποσότητας των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων στο Ευρωσύστημα. Δεν αυξάνουν όμως τη μέγιστη ποσότητα των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που διακρατούν οι ΕθνΚΤ του Ευρωσυστήματος.
Οι απαλλαγές καθορίζουν το ελάχιστο ποσό καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που δικαιούται να διακρατεί κάθε ΕθνΚΤ. Με άλλα λόγια, κάθε ΕθνΚΤ έχει το δικαίωμα να διακρατεί ορισμένο ποσοστό επί του μέγιστου ποσού των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Ευρωσυστήματος, βάσει του μεριδίου συμμετοχής της ΕθνΚΤ στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Το ποσό που αντιστοιχεί στην απαλλαγή είναι το κατώτατο ποσό που δικαιούται να διακρατεί η ΕθνΚΤ (το οποίο μπορεί να είναι υψηλότερο από το ποσό που έχει υπολογιστεί με βάση το μερίδιο συμμετοχής της στο κεφάλαιο της ΕΚΤ). Φυσικά, αν κάποιες ΕθνΚΤ διακρατούν καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αντιστοιχούν στις απαλλαγές τους και υπερβαίνουν τα μερίδια συμμετοχής τους στο κεφάλαιο, το ποσό των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που οι υπόλοιπες ΕθνΚΤ επιτρέπεται να διακρατούν θα μειωθεί τόσο ώστε να μην σημειώνεται ποτέ υπέρβαση του μέγιστου ποσού των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Ευρωσυστήματος.
Υπάρχουν τρία είδη απαλλαγών:
- Η ιστορική απαλλαγή (όπως καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙΙ της ANFA) διασφαλίζει ότι οι ΕθνΚΤ δεν χρειάζεται να μειώνουν τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που διακρατούν κάτω από το επίπεδο που συνδέεται με την ιστορική αρχική θέση τους.
- Η απαλλαγή που σχετίζεται με τα στοιχεία ενεργητικού προστατεύει τη διακράτηση ορισμένων στοιχείων (όπως ορίζονται στο παράρτημα IV της ANFA) τα οποία δεν μπορούν να πωληθούν εύκολα από την ΕθνΚΤ λόγω συμβατικών ή άλλων περιορισμών.
- Η δυναμική απαλλαγή προσαρμόζει την ιστορική απαλλαγή των μικρών ΕθνΚΤ σε βάθος χρόνου ανάλογα με την αύξηση ή τη μείωση του μέγιστου ποσού των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Ευρωσυστήματος.
Εφαρμόζεται μόνο η μεγαλύτερη από τις τρεις απαλλαγές στην αντίστοιχη ΕθνΚΤ.
Αν ορισμένες ΕθνΚΤ σχεδιάζουν να διακρατήσουν μικρότερο ποσό από αυτό που δικαιούνται, ενώ άλλες επιθυμούν να διακρατήσουν μεγαλύτερο, το αχρησιμοποίητο μέρος ανακατανέμεται μέσω ενός κεντρικού μηχανισμού που ορίζεται στην ANFA. Αυτό γίνεται στο πλαίσιο της περιοδικής προσαρμογής των ανώτατων ορίων των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Η ανακατανομή του αχρησιμοποίητου ποσού είναι προσωρινή και υπολογίζεται εκ νέου κατά την επόμενη προσαρμογή. Η ανακατανομή δεν επηρεάζει το συνολικό ποσό των μέγιστων καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που διακρατούν όλες οι ΕθνΚΤ της ζώνης του ευρώ, το οποίο καθορίζεται με τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου.
Αυτό εξαρτάται από προτιμήσεις θεσμικού χαρακτήρα. Σε ορισμένες χώρες ισχύουν ειδικοί νομικοί περιορισμοί για τις επενδύσεις των ΕθνΚΤ για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής. Σε άλλες πάλι ισχύουν νομικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι ΕθνΚΤ λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των μετόχων τους αφού εκπληρώσουν τα καθήκοντα νομισματικής πολιτικής που τους έχουν ανατεθεί. Επιπλέον, ορισμένες ΕθνΚΤ έχουν σημαντικές καταθέσεις πελατών ή/και Δημοσίου στην πλευρά του παθητικού του ισολογισμού, οι οποίες επηρεάζουν τα χαρτοφυλάκια που διακρατούν για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής.
Υπάρχει επίσης και ένας ιστορικός λόγος: πριν από την εισαγωγή του ευρώ το 1999, ορισμένες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες τηρούσαν αρκετά μεγάλη ποσότητα συναλλαγματικών διαθεσίμων προκειμένου να διαχειρίζονται τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες, ιδίως έναντι του γερμανικού μάρκου. Αυτή η κατάσταση μπορεί να συγκριθεί με αυτό που παρατηρήθηκε κατά την ένταξη κρατών μελών της ΕΕ στη ζώνη του ευρώ μετά το 1999, όπου και τότε οι ΕθνΚΤ τηρούσαν αρκετά σημαντικά συναλλαγματικά διαθέσιμα για να διαχειρίζονται τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες έναντι του ευρώ πριν ενταχθούν στο Ευρωσύστημα. Οι διαφορετικές αρχικές θέσεις των ΕθνΚΤ εξηγούν τις σημαντικές διαφορές στη σύνθεση των ισολογισμών τους, οι οποίες υφίσταντο, σε ορισμένες περιπτώσεις, για πολλά χρόνια μετά την ένταξη της χώρας τους στη ζώνη του ευρώ.
Η συστηματική υπέρβαση από μια ΕθνΚΤ του ανώτατου ορίου των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που διακρατεί θα μπορούσε να επηρεάσει την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής. Γι' αυτόν τον λόγο, η ΕΚΤ παρακολουθεί κατά πόσον οι ΕθνΚΤ συμμορφώνονται με την ANFA σε ετήσια βάση. Εφόσον χρειαστεί, όπως αναφέρεται στο άρθρο 14.4 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να απαγορεύει, να θέτει περιορισμούς ή όρια στις πράξεις που διενεργούν οι ΕθνΚΤ για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, αν παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ, συμπεριλαμβανομένης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Μέχρι στιγμής, δεν έχει σημειωθεί ποτέ αδικαιολόγητη παρέκκλιση από τα ανώτατα όρια των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων.
Μια παρέκκλιση κρίνεται δικαιολογημένη εάν, παραδείγματος χάριν, οφείλεται σε διεθνείς δεσμεύσεις προς το ΔΝΤ ή τη χορήγηση από ΕθνΚΤ έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance - ELA) προς το οικείο τραπεζικό σύστημα (η ELA αποτελεί μέρος των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, όπως ορίζεται στην ANFA). Σε μια τέτοια περίπτωση, η ΕθνΚΤ πρέπει να μειώσει το συντομότερο δυνατόν τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που διακρατεί προκειμένου να συμμορφωθεί εκ νέου με την ANFA. Αν η παράβαση οφείλεται σε τραβηκτικά δικαιώματα του ΔΝΤ, η ΕθνΚΤ έχει στη διάθεσή της ένα έτος για να συμμορφωθεί.
Δεν αποτελεί πρόβλημα αν τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία παραμένουν κάτω από το υπολογισθέν μέγιστο επίπεδο. Αυτή είναι η κατάσταση σε γενικές γραμμές, αλλά αυτό έγινε πιο έντονο από το 2014 και μετά. Δηλαδή, οι ανάγκες σε ρευστότητα για όλη τη ζώνη του ευρώ λόγω των τραπεζογραμμάτιων σε κυκλοφορία είναι μεγαλύτερες από την επίδραση χορήγησης ρευστότητας που προκύπτει λόγω των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων του Ευρωσυστήματος. Αντιθέτως, οι ανάγκες σε ρευστότητα καλύπτονται με τη χρήση εργαλείων νομισματικής πολιτικής, τακτικών πράξεων αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, οριστικών αγορών για σκοπούς νομισματικής πολιτικής ή διαρθρωτικών αντιστρεπτέων πράξεων.
Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ και είναι πολύ απίθανο να συμβεί. Η ANFA είναι μια ομόφωνη συμφωνία μεταξύ των ΕθνΚΤ και της ΕΚΤ και όλα τα μέρη έχουν δεσμευτεί ότι θα συμμορφώνονται με αυτήν. Επιπλέον, ο κίνδυνος για ένα υπερβολικά μεγάλο συνολικό ύψος των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων μειώνεται περαιτέρω με τη χρήση συντηρητικών υποθέσεων κατά τον καθορισμό των ανώτατων ορίων των στοιχείων αυτών. Δηλαδή, ακόμη και αν τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία υπερέβαιναν το μέγιστο ποσό και, κατά συνέπεια, το μέγεθος των πράξεων νομισματικής πολιτικής υπολειπόταν των αρχικών προβλέψεων, η επιθυμητή διαρθρωτική θέση ρευστότητας πιθανώς θα εξακολουθούσε να υφίσταται. Μπορεί λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση το μέγεθος των πράξεων νομισματικής πολιτικής να είναι μικρότερο από ό,τι είναι επιθυμητό για την αποτελεσματική εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, αλλά η κατάσταση δεν θα ήταν σοβαρή σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και η ΕΚΤ θα λάμβανε διορθωτικά μέτρα. Αν απαιτείται η λήψη διορθωτικών μέτρων, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει διάφορα εργαλεία στη διάθεσή του για να διασφαλίσει ότι το μέγεθος των πράξεων νομισματικής πολιτικής είναι επαρκές. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά το μέγεθος των πράξεων αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να χρησιμοποιεί πράξεις απορρόφησης ρευστότητας ή να αυξάνει τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά.
Η περιοδική προσαρμογή της ANFA βασίζεται σε συντηρητικές υποθέσεις. Τα ανώτατα όρια των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων περιέχουν επαρκείς μηχανισμούς στήριξης για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων εξελίξεων. Για παράδειγμα, κατά την προσαρμογή των ανώτατων ορίων, διατυπώνεται η υπόθεση ότι τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία θα παραμείνουν στο μέσο επίπεδο που παρατηρήθηκε το γ' τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Η ANFA συνάφθηκε με σκοπό τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία να μην παρακωλύουν τη νομισματική πολιτική. Αν όμως η ποσότητα των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων υπερβεί το συνολικό μέγιστο ποσό, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι το μέγεθος των πράξεων νομισματικής πολιτικής μπορεί να είναι υπερβολικά μικρό για μια αποτελεσματική εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής.
Η σύνθεση των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων είναι εξίσου σημαντική με την ποσότητά τους. Για παράδειγμα, αν οι επιμέρους πράξεις νομισματικής πολιτικής και οι επιμέρους πράξεις για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής αντισταθμίζουν η μία την άλλη (π.χ. η μία αφορά την αγορά τίτλου και η άλλη την πώληση του ίδιου τίτλου), αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αντιφατικές ενδείξεις για τις προθέσεις της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος ή να μειώσει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής. Άλλο παράδειγμα είναι οι πράξεις κεντρικής τράπεζας σε ξένο νόμισμα, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες ή να παρερμηνευθούν ως παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος. Για να διασφαλιστεί ότι αυτά τα γεγονότα δεν παρακωλύουν τη νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ έχει υιοθετήσει μέτρα που συμπληρώνουν την ANFA, συμπεριλαμβανομένης της κατευθυντήριας γραμμής της ΕΚΤ σχετικά με εγχώριες πράξεις διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕΚΤ/2019/7) και της απόφασης της ΕΚΤ σχετικά με πρόγραμμα αγοράς στοιχείων του ενεργητικού του δημόσιου τομέα στις δευτερογενείς αγορές (ΕΚΤ/2015/10). Ενώ η κατευθυντήρια γραμμή, για παράδειγμα, ελέγχει τις καθαρές επιδράσεις στη ρευστότητα των πράξεων που διενεργούν οι ΕθνΚΤ, η απόφαση περιορίζει, μεταξύ άλλων, το ύψος συγκεκριμένων τίτλων που είναι επιλέξιμοι για το πρόγραμμα αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (public sector purchase programme – PSPP) και διακρατούνται σε όλα τα χαρτοφυλάκια των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος.
Όπως εξηγούμε παραπάνω, η ANFA θέτει ένα ανώτατο όριο στα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ΕθνΚΤ. Ταυτόχρονα, αυτό θέτει όρια στην επίδραση ρευστότητας που ασκούν οι πράξεις των ΕθνΚΤ για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής. Δεύτερον, στο πλαίσιο των πράξεών τους για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, οι ΕθνΚΤ και η ΕΚΤ ενεργούν ως θεσμικοί επενδυτές. Όταν οι ΕθνΚΤ διενεργούν αγορές για τα χαρτοφυλάκια που διακρατούν για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, εφαρμόζουν παρόμοια κριτήρια με άλλους θεσμικούς επενδυτές και εξετάζουν τις αποφάσεις τους ξεχωριστά από τη νομισματική πολιτική. Πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες που καθορίζονται στην ANFA και σε άλλες σχετικές κατευθυντήριες γραμμές. Η ΕΚΤ ενημερώνεται τακτικά 1) για τις πράξεις των ΕθνΚΤ για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, για ορισμένες από τις οποίες απαιτείται η εκ των προτέρων έγκριση της ΕΚΤ, 2) για τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού τους και 3) για το αναμενόμενο και το πραγματικό ύψος των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που διακρατούν. Η ΕΚΤ μπορεί να λάβει διορθωτικά μέτρα αν οι πράξεις για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής που έχουν αναφερθεί παρακωλύουν την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής. Τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να λάβει συγκεκριμένα μέτρα που είναι δεσμευτικά για τις ΕθνΚΤ.
Τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των ΕθνΚΤ για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής δημοσιοποιούνται σε συμμόρφωση προς εθνικούς και ευρωπαϊκούς κανόνες. Σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, οι ΕθνΚΤ αποφασίζουν κατά πόσον θα δημοσιοποιήσουν πληροφορίες για τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού τους για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης των χαρτοφυλακίων τους που δεν συνδέονται με τη νομισματική πολιτική. Οι περισσότερες ΕθνΚΤ δημοσιεύουν πρόσθετες λεπτομέρειες στις ετήσιες εκθέσεις τους ή σε άλλες εκδόσεις τους και στους δικτυακούς τόπους τους, όπου παρουσιάζουν, παραδείγματος χάριν, ανάλυση των στοιχείων του ενεργητικού τους κατά κρατικά και μη κρατικά ομόλογα. Όπως συμβαίνει με άλλους επενδυτές, οι ΕθνΚΤ δεν δημοσιοποιούν πληροφορίες που θα επέτρεπαν σε άλλους να εξαγάγουν συμπεράσματα για τη μελλοντική επενδυτική συμπεριφορά τους.
Το Ευρωσύστημα δεν έχει λάβει εντολή να δημοσιοποιεί τη σύνθεση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των ΕθνΚΤ για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής.
Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη να παρακολουθεί ότι οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ συμμορφώνονται με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, όπως ορίζεται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στο Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό δεν αφορά την ANFA, η οποία καλύπτει μόνο την επιθυμητή διαρθρωτική θέση ρευστότητας για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής και, ως εκ τούτου, καθορίζει το μέγεθος των καθαρών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. H ANFA δεν αφορά ούτε τη σύνθεση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού για σκοπούς πέραν της νομισματικής πολιτικής ούτε τον τρόπο με τον οποίο αυτά αποκτώνται.
Προκειμένου να παρακολουθείται η συμμόρφωση με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, οι ΕθνΚΤ του ΕΣΚΤ υποχρεούνται να ενημερώνουν την ΕΚΤ για τα στοιχεία ενεργητικού τους και η ΕΚΤ διασφαλίζει ότι οι ΕθνΚΤ δεν χρηματοδοτούν τις κυβερνήσεις αγοράζοντας κρατικά ομόλογα στην πρωτογενή αγορά. Η ΕΚΤ παρακολουθεί επίσης τη διενέργεια αγορών στη δευτερογενή αγορά. Τα αποτελέσματα αυτών των ελέγχων και αξιολογήσεων δημοσιεύονται στην Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ.
Η περίπτωση αυτή δεν καλύπτεται από την ANFA αλλά από τα άρθρα 123 και 124 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δηλ. από το ανώτατο είδος ευρωπαϊκού δικαίου). Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει καθορίσει κανόνες για όλες τις επενδυτικές πράξεις των ΕθνΚΤ προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι πράξεις αυτές δεν αντιβαίνουν στην απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Οι αγορές κρατικών ομολόγων στην πρωτογενή αγορά απαγορεύονται και οι ΕθνΚΤ οφείλουν να αναφέρουν τις συναλλαγές που διενεργούν στη δευτερογενή αγορά. Η ΕΚΤ παρακολουθεί τη συμμόρφωση με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και υποβάλλει αναφορά για τα αποτελέσματα της παρακολούθησης αυτής στην ετήσια έκθεσή της.